- μονόκαννος
- η , ο [ος , ον ] одноствольный (об оружии)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονόκαννος — η, ο 1. (για όπλο) αυτός που έχει μία κάννη 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόκαννο όπλο το οποίο έχει μία μόνο κάννη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + καννος (< κάννη), πρβλ. δί καννος. Η λ., στο ουδ. μονόκαννον, μαρτυρείται από το 1866 στο περ. Χρυσαλλίς] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek